-
1 sojourn
διατριβή -
2 thesis
διατριβή -
3 диссертация
диссертация ж η διατριβή защищать \диссертацияю υποστηρίζω τη διατριβή* * *жη διατριβήзащища́ть диссерта́цию — υποστηρίζω τη διατριβή
-
4 диссертация
диссертац||ияж ἡ ἐναίσιμη [-ος] διατριβή, ἡ πραγματεία:кандидатская \диссертация ἡ (έναίσιμος) διατριβή δοκίμου διδάκτορος· докторская \диссертация ἡ ἐναίσιμος διατριβή ἐπί διδακτορία. -
5 диссертация
-и θ.διατριβή, πραγματεία•докторская диссертация εναίσιμη διατριβή για διδακτορία•
кандидатская диссертация εναίσιμη διατοιβή δοκίμου διδάκτορα.
-
6 Amusement
subs.Laughter: P. and V. γέλως, ὁ.Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ.Pastime: P. and V. παιδιά, ἡ, διατριβή, ἡ.Way of spending time: P. and V. διατριβή, ἡ.Holidaymaking: P. and V. ἑορτή, ἡ.Fond of amusement, adj.: P. φιλοθεάμων (Plat.).Fond of laughter: P. φιλόγελως (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amusement
-
7 Dalliance
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dalliance
-
8 Waste
v. trans.Devastate, ravage: P. and V. δῃοῦν, τέμνειν (Eur., Hec. 1204), P. κείρειν, ἀδικεῖν, κακουργεῖν.Plunder: P. and V. πορθεῖν, ἐκπορθεῖν, διαπορθεῖν, ἁρπάζειν, ἀναρπάζειν, διαρπάζειν, συλᾶν, λῄζεσθαι, φέρειν, P. ἄγειν καὶ φέρειν, διαφορεῖν, λῃστεύειν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plat. but rare P.).Make desolate: P. and V. ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν.Wear out: P. and V. τρύχειν (only pass. in P.), Ar. and P. ἀποκναίειν, κατατρίβειν, P. ἐκτρυχοῦν, V. τρύειν (pass. also in Plat. but rare P.), Ar. and V. τείρειν, V. γυμνάζειν.Wither, make to pine: P. and V. μαραίνειν, V. ἀμαυροῦν (also Xen. but rare P.), αὐαίνειν, συντήκειν, ἐκτήκειν, Ar. and V. τήκειν; see Wither.Wasted with sickness: V. παρειμένος νόσῳ (Eur., Or. 881).You waste words: V. λόγους ἀναλοῖς (Eur., Med. 325).Wasted are all words of remonstrance: V. περισσοὶ πάντες οὑν μέσῳ λόγοι. (Eur. Med. 819).Squander: P. and V. ἐκχεῖν, V. ἀντλεῖν, διασπείρειν.Waste one's substance: P. οἰκοφθορεῖν (Plat.).Their private means through idleness are wasted and lost in riotous living: V. τὰ δʼ ἐν δόμοις δαπάναισι φροῦδα διαφυγόνθʼ ὑπʼ ἀργίας (Eur., H. F. 591).Let slip, throw away: P. and V. ἀποβάλλειν, P. προΐεσθαι.Waste time: P. χρόνον κατατρίβειν, χρόνον ἐμποιεῖν, or use P. and V. μέλλειν (absol.), χρονίζειν (absol.), Ar. and P. διατρίβειν (absol.), Ar. τριψημερεῖν (absol.); see Delay.They wasted time before it (the town): P. ἄλλως ἐνδιάτριψαν χρόνον περὶ αὐτὴν (Thuc. 2, 18; cp. Ar., Ran. 714).That no time may be wasted in the operations: P. ἵνα μηδεὶς χρόνος ἐγγένηται τοῖς πράγμασι (Dem. 445).Waste one's labour, do more than is necessary: P. περιεργάζεσθαι, V. περισσὰ πράσσειν, περισσὰ δρᾶν.——————adj.Desolate: P. and V. ἐρῆμος.Excessive: P. and V. περισσός (Soph., Ant. 780).They treated the agreement as so much waste paper: P. ἡγοῦντο εἶναι τὴν συγγραφὴν ἄλλως ὕθλον καὶ φλυαρίαν (Dem. 931).——————subs.Desolation: P. and V. ἐρημία, ἡ.This is a foolish waste of breath: V. σκαιόν γε ἀνάλωμα τῆς γλώσσης τόδε (Eur., Supp. 547).Extravagance: P. ἀσωτία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Waste
-
9 диссертация
η διατριβή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диссертация
-
10 защитить
1. (оградить, предохранить) προστατεύω, προφυλάσσω 2. (отстоять права, интересы и т п) υπερασπίζω 3. (диссер-тацию, проект и т.п) υποστηρίζω (τη διατριβή, το σχέδιο κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защитить
-
11 аспирант
аспирантм ὁ ἀσπιράντης (υπότροφος ἀνώτατου ἐκπαιδευτικού ιδρύματος, πού ἐτοιμάζει ἐναίσιμο διατριβή). -
12 докторский
доктор||скийприл διδακτορικός:\докторскийская диссертация ἡ ἐναίσιμος διατριβή ἐπί διδακτορία· \докторскийская степень ὁ τίτλος (или ὁ βαθμός) διδάκτορος· получить \докторскийскую степень ἀναγορεύομαι δι-δάκτωρ[ας]. -
13 защищать
защищатьнесов1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προστατεύω / προασπίζω (ограждать):\защищать мир ὑπερασπίζομαι τήν εἰρήνη· \защищать диссертацию ὑποστηρίζω διατριβἤ 2· юр. συνηγορώ:\защищать обвиняемого συνηγορώ ὑπέρ τοῦ κατηγορουμένου. -
14 кур'совой
кур'сов||ойприл1. эк. των τιμῶν, των ἀξιῶν:\кур'совойая таблица τό δελτίο (или ὁ πίνακας) τῶν τιμών τοῦ χρηματιστηρίου·2. (учебный):\кур'совой проект ἐτήσια φοιτητική ἐργασία στό σχέδιο· \кур'совойая работа ἐτήσια φοιτητική διατριβή. -
15 работать
работа||тьнесов1. δουλεύω, ἐργάζομαι:\работать не покладая рук δουλεύω ἀσταμάτητα· \работать спустя рукава δουλεύω ἀνόρεχτα· \работать над диссертацией ἐργάζομαι γιά τή διατριβή· \работать шофером δουλεύω σωφέρ·2. (функционировать \работать об учреждении и т. п.) δουλεύω, εἶμαι ἀνοιχτός:библиотека \работатьет с восьми часов утра до десяти́ часов вечера ἡ βιβλιοθήκη εἶναι ἀνοιχτή ἀπό τίς ὁκτώ τό πρωΐ ἐως τίς δέκα τό βράδυ·3. (функционировать\работать о механизме и т. п.) δουλεύω, λειτουργώ:телефон не \работатьет τό τηλέφωνο δέν δουλεύει· ◊ \работать над собой τελειοποιοδμαι, τελειοποιώ τήν μόρφωση μου. -
16 соискание
соиска||ниес ἡ διεκδίκηση [-ις]:диссертация на \соискание ученой степени доктора иау́к ἐναίσιμος ἐπί διδακτορία διατριβή· выдвинуть на \соискание премии προτείνω ὑποψηφιότητα γιά τό βραβείο. -
17 dissertation
[disə'teiʃən](a long formal talk or piece of writing (for a university degree etc).) διατριβή -
18 thesis
['Ɵi:sis]plural - theses; noun(a long written essay, report etc, often done for a university degree: a doctoral thesis; He is writing a thesis on the works of John Milton.) διατριβή -
19 диссертация
[ντισσιρτάτσυγια] ουσ. α εναίσιμη διατριβή -
20 диссертация
[ντισσιρτάτσυγια] ουσ α εναίσιμη διατριβή
См. также в других словарях:
διατριβή — wearing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… … Dictionary of Greek
διατριβῇ — διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg διατριβή wearing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβή — η ειδική επιστημονική μελέτη συγκεκριμένου θέματος, που υποβάλλεται σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή για την απόκτηση διδακτορικού τίτλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατρίβη — διατρίβω rub hard aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρίβῃ — διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres subj mp 2nd sg διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres ind mp 2nd sg διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβῆι — διατριβῇ , διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg διατριβῇ , διατριβή wearing away fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβαῖς — διατριβή wearing away fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβαί — διατριβή wearing away fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβῆς — διατριβή wearing away fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατριβήν — διατριβή wearing away fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)