Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η διατριβή

  • 1 sojourn

    διατριβή

    English-Greek new dictionary > sojourn

  • 2 thesis

    διατριβή

    English-Greek new dictionary > thesis

  • 3 диссертация

    диссертация ж η διατριβή защищать \диссертацияю υποστηρίζω τη διατριβή
    * * *
    ж
    η διατριβή

    защища́ть диссерта́цию — υποστηρίζω τη διατριβή

    Русско-греческий словарь > диссертация

  • 4 диссертация

    диссертац||ия
    ж ἡ ἐναίσιμη [-ος] διατριβή, ἡ πραγματεία:
    кандидатская \диссертация ἡ (έναίσιμος) διατριβή δοκίμου διδάκτορος· докторская \диссертация ἡ ἐναίσιμος διατριβή ἐπί διδακτορία.

    Русско-новогреческий словарь > диссертация

  • 5 диссертация

    θ.
    διατριβή, πραγματεία•

    докторская диссертация εναίσιμη διατριβή για διδακτορία•

    кандидатская диссертация εναίσιμη διατοιβή δοκίμου διδάκτορα.

    Большой русско-греческий словарь > диссертация

  • 6 Amusement

    subs.
    Laughter: P. and V. γέλως, ὁ.
    Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ.
    Pastime: P. and V. παιδιά, ἡ, διατριβή, ἡ.
    Way of spending time: P. and V. διατριβή, ἡ.
    Holidaymaking: P. and V. ἑορτή, ἡ.
    Spectacle: Ar. and P. θεωρία, ἡ ; see Spectacle.
    Fond of amusement, adj.: P. φιλοθεάμων (Plat.).
    Fond of laughter: P. φιλόγελως (Plat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amusement

  • 7 Dalliance

    subs.
    Amusement: P. and V. παιδιά,ἡ, διατριβή, ἡ.
    Pleasure: P. and V. ἡδονή, ἡ.
    Delay: P. and V. διατριβή. ἡ, τριβή, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Dalliance

  • 8 Waste

    v. trans.
    Devastate, ravage: P. and V. δῃοῦν, τέμνειν (Eur., Hec. 1204), P. κείρειν, ἀδικεῖν, κακουργεῖν.
    Plunder: P. and V. πορθεῖν, ἐκπορθεῖν, διαπορθεῖν, ἁρπάζειν, ναρπάζειν, διαρπάζειν, συλᾶν, λῄζεσθαι, φέρειν, P. ἄγειν καὶ φέρειν, διαφορεῖν, λῃστεύειν, V. πέρθειν, ἐκπέρθειν (also Plat. but rare P.).
    Make desolate: P. and V. ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν.
    Wear out: P. and V. τρχειν (only pass. in P.), Ar. and P. ποκναίειν, κατατρβειν, P. ἐκτρυχοῦν, V. τρειν (pass. also in Plat. but rare P.), Ar. and V. τείρειν, V. γυμνάζειν.
    Wither, make to pine: P. and V. μαραίνειν, V. μαυροῦν (also Xen. but rare P.), αὐαίνειν, συντήκειν, ἐκτήκειν, Ar. and V. τήκειν; see Wither.
    Wasted with sickness: V. παρειμένος νόσῳ (Eur., Or. 881).
    Spend: P. and V. ναλίσκειν, ναλοῦν.
    Spend ( money): Ar. and P. δαπανᾶν.
    You waste words: V. λόγους ἀναλοῖς (Eur., Med. 325).
    Wasted are all words of remonstrance: V. περισσοὶ πάντες οὑν μέσῳ λόγοι. (Eur. Med. 819).
    Squander: P. and V. ἐκχεῖν, V. ἀντλεῖν, διασπείρειν.
    Waste one's substance: P. οἰκοφθορεῖν (Plat.).
    Their private means through idleness are wasted and lost in riotous living: V. τὰ δʼ ἐν δόμοις δαπάναισι φροῦδα διαφυγόνθʼ ὑπʼ ἀργίας (Eur., H. F. 591).
    Let slip, throw away: P. and V. ποβάλλειν, P. προΐεσθαι.
    Waste time: P. χρόνον κατατρίβειν, χρόνον ἐμποιεῖν, or use P. and V. μέλλειν (absol.), χρονίζειν (absol.), Ar. and P. διατρβειν (absol.), Ar. τριψημερεῖν (absol.); see Delay.
    They wasted time before it (the town): P. ἄλλως ἐνδιάτριψαν χρόνον περὶ αὐτὴν (Thuc. 2, 18; cp. Ar., Ran. 714).
    That no time may be wasted in the operations: P. ἵνα μηδεὶς χρόνος ἐγγένηται τοῖς πράγμασι (Dem. 445).
    Waste one's labour, do more than is necessary: P. περιεργάζεσθαι, V. περισσ πράσσειν, περισσ δρᾶν.
    ——————
    adj.
    Desolate: P. and V. ἐρῆμος.
    Useless: P. and V. κενός, νωφελής, μταιος; see Vain.
    Excessive: P. and V. περισσός (Soph., Ant. 780).
    They treated the agreement as so much waste paper: P. ἡγοῦντο εἶναι τὴν συγγραφὴν ἄλλως ὕθλον καὶ φλυαρίαν (Dem. 931).
    ——————
    subs.
    Desolation: P. and V. ἐρημία, ἡ.
    Expenditure: P. and V. νλωμα, τό.
    This is a foolish waste of breath: V. σκαιόν γε ἀνάλωμα τῆς γλώσσης τόδε (Eur., Supp. 547).
    Extravagance: P. ἀσωτία, ἡ.
    Waste of time: P. χρόνου διατριβή, ἡ, or use P. and V. διατριβή, ἡ alone; see Delay.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Waste

  • 9 диссертация

    η διατριβή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диссертация

  • 10 защитить

    1. (оградить, предохранить) προστατεύω, προφυλάσσω 2. (отстоять права, интересы и т п) υπερασπίζω 3. (диссер-тацию, проект и т.п) υποστηρίζω (τη διατριβή, το σχέδιο κ.λπ.).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > защитить

  • 11 аспирант

    аспирант
    м ὁ ἀσπιράντης (υπότροφος ἀνώτατου ἐκπαιδευτικού ιδρύματος, πού ἐτοιμάζει ἐναίσιμο διατριβή).

    Русско-новогреческий словарь > аспирант

  • 12 докторский

    доктор||ский
    прил διδακτορικός:
    \докторскийская диссертация ἡ ἐναίσιμος διατριβή ἐπί διδακτορία· \докторскийская степень ὁ τίτλος (или ὁ βαθμός) διδάκτορος· получить \докторскийскую степень ἀναγορεύομαι δι-δάκτωρ[ας].

    Русско-новогреческий словарь > докторский

  • 13 защищать

    защищать
    несов
    1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προστατεύω / προασπίζω (ограждать):
    \защищать мир ὑπερασπίζομαι τήν εἰρήνη· \защищать диссертацию ὑποστηρίζω διατριβἤ 2· юр. συνηγορώ:
    \защищать обвиняемого συνηγορώ ὑπέρ τοῦ κατηγορουμένου.

    Русско-новогреческий словарь > защищать

  • 14 кур'совой

    кур'сов||ой
    прил
    1. эк. των τιμῶν, των ἀξιῶν:
    \кур'совойая таблица τό δελτίο (или ὁ πίνακας) τῶν τιμών τοῦ χρηματιστηρίου·
    2. (учебный):
    \кур'совой проект ἐτήσια φοιτητική ἐργασία στό σχέδιο· \кур'совойая работа ἐτήσια φοιτητική διατριβή.

    Русско-новогреческий словарь > кур'совой

  • 15 работать

    работа||ть
    несов
    1. δουλεύω, ἐργάζομαι:
    \работать не покладая рук δουλεύω ἀσταμάτητα· \работать спустя рукава δουλεύω ἀνόρεχτα· \работать над диссертацией ἐργάζομαι γιά τή διατριβή· \работать шофером δουλεύω σωφέρ·
    2. (функционировать \работать об учреждении и т. п.) δουλεύω, εἶμαι ἀνοιχτός:
    библиотека \работатьет с восьми часов утра до десяти́ часов вечера ἡ βιβλιοθήκη εἶναι ἀνοιχτή ἀπό τίς ὁκτώ τό πρωΐ ἐως τίς δέκα τό βράδυ·
    3. (функционировать\работать о механизме и т. п.) δουλεύω, λειτουργώ:
    телефон не \работатьет τό τηλέφωνο δέν δουλεύει· ◊ \работать над собой τελειοποιοδμαι, τελειοποιώ τήν μόρφωση μου.

    Русско-новогреческий словарь > работать

  • 16 соискание

    соиска||ние
    с ἡ διεκδίκηση [-ις]:
    диссертация на \соискание ученой степени доктора иау́к ἐναίσιμος ἐπί διδακτορία διατριβή· выдвинуть на \соискание премии προτείνω ὑποψηφιότητα γιά τό βραβείο.

    Русско-новогреческий словарь > соискание

  • 17 dissertation

    [disə'teiʃən]
    (a long formal talk or piece of writing (for a university degree etc).) διατριβή

    English-Greek dictionary > dissertation

  • 18 thesis

    ['Ɵi:sis]
    plural - theses; noun
    (a long written essay, report etc, often done for a university degree: a doctoral thesis; He is writing a thesis on the works of John Milton.) διατριβή

    English-Greek dictionary > thesis

  • 19 диссертация

    [ντισσιρτάτσυγια] ουσ. α εναίσιμη διατριβή

    Русско-греческий новый словарь > диссертация

  • 20 диссертация

    [ντισσιρτάτσυγια] ουσ α εναίσιμη διατριβή

    Русско-эллинский словарь > диссертация

См. также в других словарях:

  • διατριβή — wearing away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβή — η (AM διατριβή) 1. διαμονή, παραμονή σ έναν τόπο 2. απώλεια, κατανάλωση χρόνου, χρονοτριβή, καθυστέρηση, αναβολή 3. ενασχόληση, απασχόληση με κάτι, επίδοση σε κάτι («είναι ανώφελη η διατριβή σ αυτά τα θέματα», «ἀργὸν ποιεῑσθαι ἐπὶ σεμνοῑσιν… …   Dictionary of Greek

  • διατριβῇ — διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg διατριβή wearing away fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβή — η ειδική επιστημονική μελέτη συγκεκριμένου θέματος, που υποβάλλεται σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή για την απόκτηση διδακτορικού τίτλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διατρίβη — διατρίβω rub hard aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρίβῃ — διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres subj mp 2nd sg διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres ind mp 2nd sg διατρί̱βῃ , διατρίβω rub hard pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβῆι — διατριβῇ , διατρίβω rub hard aor subj pass 3rd sg διατριβῇ , διατριβή wearing away fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβαῖς — διατριβή wearing away fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβαί — διατριβή wearing away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβῆς — διατριβή wearing away fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατριβήν — διατριβή wearing away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»